- λαχνήεις
- λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) [λάχνη]1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)2. χνουδωτός, απαλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχνήεις — woolly masc nom sg λαχνήεις woolly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνῆεν — λαχνήεις woolly masc voc sg λαχνήεις woolly neut nom/voc sg λαχνήεις woolly masc voc sg λαχνήεις woolly neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντα — λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl λαχνήεις woolly masc acc sg λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl λαχνήεις woolly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντας — λαχνήεις woolly masc acc pl λαχνήεις woolly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντες — λαχνήεις woolly masc nom/voc pl λαχνήεις woolly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντι — λαχνήεις woolly masc/neut dat sg λαχνήεις woolly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντος — λαχνήεις woolly masc/neut gen sg λαχνήεις woolly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεσσα — λαχνήεις woolly fem nom/voc sg λαχνήεις woolly fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεσσαν — λαχνήεις woolly fem acc sg λαχνήεις woolly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεντ' — λαχνήεντα , λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl λαχνήεντα , λαχνήεις woolly masc acc sg λαχνήεντα , λαχνήεις woolly neut nom/voc/acc pl λαχνήεντα , λαχνήεις woolly masc acc sg λαχνήεντι , λαχνήεις woolly masc/neut dat sg λαχνήεντι , λαχνήεις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)